- μερμηρίζω
- μερμηρίζω (Α)1. είμαι γεμάτος φροντίδες και ανησυχίες, μεριμνώ, σκέφτομαι, νοιάζομαι («ἀλλ' ὅγε μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾱσαι νῆες», Ομ. Οδ.)2. (συχνά με τα δίχα,διάνδιχα κ.λπ.) βρίσκομαι σε αμφιβολία, ταλαντεύομαι μεταξύ δύο σκέψεων («διάνδιχα μερμήριξεν, ἢ ὅγε φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος... ἠὲ χόλον παύσειεν», Ομ. Ιλ.)3. μηχανεύομαι, επινοώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέρμερος «αυτός που προκαλεί φροντίδα, ανήσυχος» με μακρότητα τού -ε- τής β' συλλαβής, πιθ. για τις μετρικές ανάγκες τού έπους. Το ρ. είναι καθαρά ομηρικό. Μετά τον Όμηρο δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο σε κωμωδίες, για να παρωδήσει το ομηρικό ύφος (πρβλ. απομερμηρίσαι «ξέχνα τις έγνοιες σου»)].
Dictionary of Greek. 2013.